- Ἰταλιῶται
- ἸταλιώτηςItalianmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Italiotas — Griegos del noroeste … Wikipedia Español
ορρόβηλος — ὀρρόβηλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁδός, Ἰταλιῶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος + βηλός «οδός, κατώφλι»] … Dictionary of Greek
Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε … Dictionary of Greek